- Γοργόνος
- Γοργώthe Gorgonfem gen sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Γόργονος — Γόργων masc gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
SERIPHUS — insul. maris Aegaei, una Cycladum, inter Siphuum et Theram, quam Aristophavis Scholiastes in Acharnanes dicit esse νῆσον ἐυτελεςτατην, h. e. insulam vilissimam; Senec. ad Helviam, c. 6. desertam et asperrimam. Deserta, inquit, loca, et asperrimas … Hofmann J. Lexicon universale
λαιμότμητος — λαιμότμητος, ον (Α) 1. (για κεφάλι) κομμένος από τον λαιμό («οὐ γὰρ τὸ λαιμότμητον εἰσορᾷς κάρα Γοργόνος», Ευρ.) 2. αυτός που συσφίγγει τον λαιμό, αυτός που πνίγει («ὡς ἐκρεμάσθην λαιμότμητα ἄχη», Αριστοφ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < λαιμός + τμητός (<… … Dictionary of Greek